Ναυάγιο T/p Curtatone

Το ιταλικό αντιτορπιλικό CURTATONE κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία Cantiere Navale Fratelli Orlando του Livorno της Ιταλίας, από τις 3 Ιανουαρίου του 1920 έως και τις 21 Ιουνίου του 1923. Στοίχισε στο ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (Regia Marina Italiana) 8.100.000 λιρέτες και αποτέλεσε το πρώτο πλοίο της ιταλικής κλάσης αντιτορπιλικών CURTATONE.
Τα γενικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου ήταν:
Όνομα: CURTATONE
Τύπος: 1923-1938 Αντιτορπιλικό (ιταλ. Caccia torpediniere), 1938-1941 Τορπιλοβόλο (ιταλ. Torpediniera)
Εκτόπισμα: Στάνταρ 953 τόνοι / Πλήρες φορτίου 1.214 τόνοι
Μήκος: 84,7 μέτρα
Πλάτος: 7,5 μέτρα
Βύθισμα: Στάνταρ 2,6 μέτρα / Πλήρες φορτίου 3,06 μέτρα
Πρόωση: 2 ατμοτουρμπίνες τύπου Zoelly, τροφοδοτούμενες από 4 λέβητες Thornycroft, παράγοντας ισχύ 22.000 – 27.500 ίππων
Έλικες: 2
Ενδεικτική ταχύτητα: 30 κόμβοι
Αυτονομία: 1.800 ναυτικά μίλια με ταχύτητα 10 κόμβων / 1.395 ν.μ. με ταχύτητα 15 κόμβων / 390 ν.μ. με ταχύτητα 28 κόμβων
Αρχικός οπλισμός (1923): 4 πυροβόλα Schneider-Armstrong των 102/45 χιλ. και 2 πυροβόλα Armstrong των 76/30 χιλ.
Μετέπειτα οπλισμός (1940) : 4 πυροβόλα Schneider-Armstrong των 102/45 χιλ., 2 πολυβόλα Scotti-Isotta Fraschini των 20/77 χιλ., 2 πολυβόλα των 8/80 χιλ., 6 τορπιλοσωλήνες των 450 χιλ., δυνατότητα μεταφοράς 16 ναρκών
Ενδεικτικό πλήρωμα: 108 άτομα (6 αξιωματικοί και 102 ναύτες)
Αμέσως μετά την παράδοση του το CURTATONE εντάχθηκε στην 3η Μοίρα Αντιτορπιλικών της Regia Marina, η οποία είχε σαν έδρα της την La Spezia. Το 1926 και ενώ βρισκόταν εν πλω υπέστη σοβαρή βλάβη σε μια από τις τουρμπίνες με αποτέλεσμα να παραμείνει ακίνητο για επισκευές, οι οποίες διήρκεσαν δυο περίπου χρόνια. Το 1929 με τα αδελφά του πλοία CALATAFIMI, MONZAMBANO και CASTEL FIDARDO (όλα κλάσης CURTATONE) τοποθετήθηκε στην 8η Scuadriglia του 4ου Στολίσκου Αντιτορπιλικών της 2ης Μοίρας της Regia Marina, με έδρα της τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας. Μεταξύ του 1929 και 1936 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια, συμμετέχοντας στις δραστηριότητες της Regia Marina, στις ναυτικές βάσεις των ιταλικών αποικιών της Λιβύης, Δωδεκανήσων και Αβησσυνίας (σήμερα Αιθιοπία). Το 1930 πραγματοποιήθηκαν ελάσσονες κατασκευαστικές αλλαγές στο πλοίο το οποίο το 1937 μετατέθηκε και πάλι στην La Spezia, όπου συμμετείχε σε επιχειρήσεις της Ναυτικής Ακαδημίας του Λιβόρνο. Την 1η Οκτωβρίου 1938 το CURTATONE, με τα αδελφά του πλοία, άλλαξε κλάση λόγω παλαιότητας και υποβαθμίστηκε από αντιτορπιλικό (ιταλ. Caccia torpediniere) σε τορπιλοβόλο (ιταλ. Torpediniera). Σαν αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής ακολούθησαν εργασίας ανακατασκευής σε όλα τα πλοία της κλάσης CURTATONE, οι οποίες οδήγησαν στην αντικατάσταση των πυροβόλων Armstrong των 76/30 χιλ., με πυροβόλα Scotti-Isotta Fraschini των 20/77 χιλ., πολυβόλα των 8/80 χιλ., τορπιλοσωλήνες των 450 χιλ., καθώς και την τοποθέτηση μηχανισμού ναρκαλιείας.
Αμέσως μετά την είσοδο της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 10 Ιουνίου του 1940, το CURTATONE μαζί με τα αδελφά του πλοία CALATAFIMI, MONZAMBANO και CASTELFIDARDO, τοποθετήθηκε στην 16η Μοίρα Τορπιλοβόλων η οποία συνόδευε νηοπομπές στην νότια Αδριατική. Το πλοίο έδρασε σαν συνοδευτικό νηοπομπών, κυρίως ανάμεσα στο Μπάρι της Ιταλίας και το Δυρράχιο της Αλβανίας, από τον Ιούνιο του 1940 έως και τον Απρίλη του 1941. Άξιο αναφοράς, για τον έλληνα αναγνώστη, είναι το γεγονός ότι το CURTATONE συνόδευσε την νηοπομπή της 24ης Νοεμβρίου 1940 από το Μπάρι της Ιταλίας στην Αυλώνα της Αλβανίας, αποτελούμενη από τα τρία ιταλικά επιταγμένα ατμόπλοια CITTA DI SAVONA, CITTA DI AGRIGENTO και MONROSA. Ως γνωστόν το τελευταίο βυθίστηκε από επίθεση με τορπίλες του βρετανικού υποβρυχίου HMS TRIUMPH, τον Οκτώβρη του ΄41 στα νότια της νησίδας Αρσίδα του Σαρωνικού.

Στις 5 Μαΐου του 1941 και μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, το CURTATONE, μαζί με τα προαναφερόμενα αδελφά του πλοία, εντάχθηκε στη νεοϊδρυθείσα ιταλική Ναυτική Διοίκηση Βορείου Αιγαίου (Comando Gruppo Navaledell’ Egeo Settentrionale) η οποία είχε την έδρα της στην Αθήνα και συμμετείχε με την γερμανική Kriegsmarine σε επιχειρήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος. Συμμετέχοντας σε νηοπομπή αποτελούμενη από το συνοδευτικό MONZAMBANO και τα ατμόπλοια CASTELLON, MARITZA, SANTAFE, ALICANTE και PROCIDA, τα οποία μετέφεραν στρατιωτικό υλικό της Βέρμαχτ, το CURTATONE κατέπλευσε στο λιμάνι της Πάτρας στις 16 Μαΐου του ΄41.
Σύμφωνα με τα πολεμικά ημερολόγια του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου το CURTATONE διατάχθηκε να συμμετάσχει σαν συνοδευτικό στις επιχειρήσεις εφοδιοπομπών που σχετίζονται με την „Μάχη της Κρήτης“ και την αποκαλούμενη επιχείρηση „Ερμής“. Σύμφωνα με τις ημερολογιακές αυτές αναφορές οργανώθηκε η αποστολή δυο νηοπομπών, με εφόδια και στρατό, με σκοπό της ενίσχυση των μονάδων που θα έπεφταν με αερομεταφορές στην Κρήτη. Οι δυο αυτές νηοπομπές έλαβαν τα κωδικά ονόματα „Μάλεμε“ και „Ηράκλειον“. Η νηοπομπή „Μάλεμε“ είχε προγραμματισθεί να ξεκινήσει από τον Πειραιά και η νηοπομπή „Ηράκλειον“ από το Λαύριο. Η νηοπομπή „Ηράκλειον“, η οποία αποτελείτο από δυο τμήματα, το τμήμα „Χαλκίδας“ και το τμήμα „Μεγάρων“, είχε προγραμματισθεί να συνοδευθεί από τα ιταλικά τορπιλοβόλα SAGITTARIO (κυβερνήτης Giuseppe Cigala Fulgosi) και CURTATONE (κυβερνήτης Serafino Tassara). Στις 20 Μαΐου 1941, στη μία το μεσημέρι, τα δυο αυτά πλοία έπλεαν με προορισμό την περιοχή του Σουνίου για να συναντήσουν τη νηοπομπή „Ηράκλειον“, με σκοπό να τη συνοδεύσουν αρχικά μέχρι τη Μήλο και από εκεί προς την Κρήτη. Στις 13:51 και ενώ βρισκόταν κοντά στην νήσο Φλέβες, στα πλαίσια του ελληνικού ναρκοπεδίου που τοποθετήθηκε τον Οκτώβρη του 1940, το τορπιλοβόλο CURTATONE προσέκρουσε σε ελληνική νάρκη με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη έκρηξη η οποία βύθισε το CURTATONE μέσα σε λίγα λεπτά. Όπως αναφέρει ο κυβερνήτης του SAGITTARIO, Giuseppe Cigala Fulgosi, στο πολεμικό ημερολόγιο του πλοίου του, το οποίο έπλεε δυο περίπου μίλια πίσω από το CURTATONE, η έκρηξη ήταν πολύ ισχυρή με αποτέλεσμα το πλοίο να βυθιστεί γρήγορα με μεγάλες απώλειες. Χάθηκαν 94 άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτη, και σώθηκαν 34 (τα γερμανικά αρχεία αναφέρουν 29 διασωθέντες).
Το CURTATONE θεωρείται από πολλούς σαν ένα από τα πιο σημαντικά ιστορικά ναυάγια του Σαρωνικού. Η δράση του σαν συνοδευτικό των ιταλικών νηοπομπών της νότιας Αδριατικής, όσο και ο ρόλος του στις πολεμικές επιχειρήσεις του Άξονα στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα η συμμετοχή του σαν συνοδευτικό νηοπομπών που σχετίζονται με την „Μάχη της Κρήτης“, το καθιστούν ιστορικό μάρτυρα των γεγονότων που επηρέασαν την ιστορία της ανατολικής Μεσογείου κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
DG

Πηγές:

– Ιστορικό αρχείο Museo navale di Francavilla al Mare
–Πολεμικά ημερολόγια γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου και Ναυτικής Διοίκησης Νότου (Dimitris Galon Archive)
– La difesa del traffico con l’Albania, la Grecia e l’Egeo / compilatore Pier Filippo Lupinacci revisore Vittorio E. Tornelli, Ufficio Storico della Marina Militare, 1965
– Pier Paolo Ramoino, La Regia Marina tra le Due Guerre Mondiali, Livorno 2010

Καταδυτικά στοιχεία:

Η διαμήκης γραμμή, πρύμνη-πλώρη, του ανακαλυφθέντος τμήματος του ναυαγίου, έχει κατεύθυνση νότια και βρίσκεται επακριβώς σε άξονα 180 μοιρών.
Το μέγιστο βάθος του πλοίου βρίσκεται στα 96 μέτρα, ενώ το ρηχότερο στα 90 μ. βάθος. Το πλάτος του ναυαγίου κυμαίνεται από 7 έως 8 μ.
Το εντοπισμένο κομμάτι έχει μήκος 50 περίπου μέτρα και αντιστοιχεί με τα 2/3 περίπου του αντιτορπιλικού, του οποίου το ολικό μήκος ήταν σύμφωνα με τον κατασκευαστή 84,7 μ.
Η πλώρη του ναυαγίου, η οποία αντιστοιχεί με το 1/3 του συνολικού μήκους του πλοίου, έχει αποκοπεί βιαίως και λείπει μαζί με τον οπλισμό της.
Λείπει επίσης και η γέφυρα η οποία στα ιταλικά αντιτορπιλικά αυτής της κλάσης, βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το πρώτο φουγάρο.

Στο ναυάγιο εντοπίστηκαν και παρατηρήθηκαν τα εξής:

– Εξοπλισμός ναρκαλιείας (πλωτήρες).
– Τέσσερις τουλάχιστον οπές με διαστάσεις 1,30 μ. βάθος και 1,30 μ. διάμετρο, τις οποίες εκτιμούμε σαν πιθανές οπές βάσεων τορπιλοσωλήνων.
– Κατασκευαστικά εξογκώματα, στο εξωτερικό της πρυμναίας περιοχής του σκάφους, τα οποία στήριζαν τους μικρούς ανυψωτήρες που έφεραν τους  πλωτήρες ναρκαλιείας. Τα εξογκώματα αυτά είναι ευκρινή και απολύτως διακριτά σε φωτογραφίες που απεικονίζουν το πλοίο την περίοδο του πολέμου.
– Κατευθυνόμενος κανείς προς την πλώρη, εντοπίζει μεγάλα ρήγματα στον κορμό του πλοίου τα οποία δημιουργήθηκαν προφανώς από την έκρηξη που προέκυψε μετά την σύγκρουση του πλοίου με την νάρκη. Εκτιμούμε ότι προέκυψε και δεύτερη έκρηξη, πιθανώς των πυρομαχικών που έφερε το πλοίο.
– Στην περιοχή της πρύμνης διακρίνονται καθαρά οι δυο άξονες των προπελών του πλοίου.