Ναυάγιο από το Ιταλικό Βασιλικό Ναρκαλιευτικό R.D. 7

In memoriam Aldo Fraccaroli (1919-2010)

Το στα γερμανικά ιστορικά αρχεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόμενο Πολεμικό Ημερολόγιο του διοικητή της Θαλάσσιας Άμυνας Αττικής (Kommandant der Seeverteidigung Attika), εμπεριέχει, ανάμεσα στις καταγραφές των πεπραγμένων της 15ης Ιουνίου 1942, μια λιτή καταχώρηση η οποία αναφέρει τα εξής:

«Στις 07:15, στο ναρκοπέδιο Μεθάνων, βυθίστηκε το ιταλικό ναρκαλιευτικό πλοίο “RD 7“ μετά από πρόσκρουση σε νάρκη. Σκάφη που απέπλευσαν από την Πέρδικα [Αίγινα], κατάφεραν να σώσουν 6 άτομα από τα συνολικά 24 άτομα του πληρώματος.»

Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο παρέμεινε γραμμένο στα «ψηλά» της ιστορίας και αν δεν υπήρχε η ημερολογιακή αυτή καταχώρηση, οι γέροι ψαράδες του χωριού Πέρδικα της Αίγινας, και ένα ιδιαίτερα κατατοπιστικό άρθρο του ιταλού ερευνητή και έξοχου φωτογράφου πλοίων Aldo Fraccaroli, με τον τίτλο «Il Dragamine R.D. 7», ελάχιστοι θα γνώριζαν σήμερα κάτι όχι μόνο για το γεγονός αυτό, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη και το τέλος του ιταλικού πλοίου R.D. 7, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα βασιλικά ιταλικά ναρκαλιευτικά που ήρθαν στην Ελλάδα, ενταγμένο στην 2η Μοίρα Ναρκαλιευτικών (2a Squadriglia Dragamine) του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού, αμέσως μετά την κατάληψη του ελλαδικού χώρου από τις δυνάμεις του Άξονα, την άνοιξη του 1941.

Η εντόπιση του ναυαγίου του ως το R.D. 7 φερόμενου πλοίου, από τον γράφοντα, τον Αύγουστο του 2010, και η ιδιαίτερη ιστορική σημασία του, οδήγησε τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2014, στην διοργάνωση και πραγματοποίηση καταδύσεων στο ναυάγιο του πλοίου αυτού. Οι πρώτοι άνθρωποι που καταδύθηκαν και αντίκρισαν το ναυάγιο του R.D. 7, εβδομήντα τρία σχεδόν χρόνια μετά την βύθισή του, ήταν τα μέλη της καταδυτικής ομάδας του Αντώνη Γράφα.

Οι καταδύσεις που πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν ενδελεχούς και συστηματικής προετοιμασίας, είχαν σαν κύριο στόχο την φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση του ναυαγίου, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο σε βάθος 100 μέτρων, στην περιοχή που κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν ποντισμένο το ελληνικό ναρκοπέδιο του Αγίου Γεωργίου Μεθάνων. Η έρευνα πεδίου και το οπτικό υλικό που προέκυψε από αυτήν, έδειξε ευθύς εξαρχής ότι επρόκειτο για το ναυάγιο του ιταλικού βασιλικού ναρκαλιευτικού R.D. 7 το οποίο βυθίστηκε, με τουλάχιστον δέκα οκτώ απώλειες, τον Ιούνιο του 1942.

Κατασκευή και τεχνικά χαρακτηριστικά του R.D. 7

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα το ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό, η Regia Marina Italiana, με την ένταξη των καταδρομικών-τορπιλοβόλων TRIPOLI και GOITO στον στόλο του, έκανε γνωστή την απόφασή του να εντάξει πλοία εκτοπίσματος 900 έως 1000 περίπου τόνων στο δυναμικό του. Με την ένταξη στην συνέχεια και των ναρκοβόλων PARTENOPE και MINERVA, τέθηκαν οι βάσεις για την δημιουργία ενός μοντέρνου για την εποχή στόλου, ο οποίος αυξήθηκε σημαντικά μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914.  

Εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες επαρκώς οργανωμένες θαλάσσιες μονάδες, το ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό δεν διέθετε, το διάστημα αυτό, αρκετά ναρκαλιευτικά πλοία, εκτός από σαράντα εφτά από την Ιαπωνία αγορασμένα σκάφη ανοιχτής θαλάσσης, τα οποία είχαν μετατραπεί σε ναρκαλιευτικά, φέροντας τα διακριτικά G 1 έως G 47.  Η έλλειψη αυτή οδήγησε την Regia Marina, στα μέσα του μεγάλου πολέμου, το 1916, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης και εκμοντερνισμού του στόλου της, να υπογράψει εθνικές συμβάσεις με ιταλικά ναυπηγεία για την κατασκευή εξήντα εννέα ναρκαλιευτικών των 200 περίπου τόνων έκαστο. Από τα ναρκαλιευτικά αυτά, τα οποία έφεραν τα διακριτικά R.D., προερχόμενα από τον όρο Regia Dragamine (Βασιλικό Ναρκαλιευτικό), παραδόθηκαν και τέθηκαν σε υπηρεσία πριν ακόμα από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είκοσι έξι πλοία. Από το 1918, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, και μέχρι το 1926, παραδόθηκαν στο ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό άλλα είκοσι οκτώ από τα παραγγελθέντα αυτά ναρκαλιευτικά.

Αν και τα συγκεκριμένα πλοία είχαν, εν μέρει, σημαντικές κατασκευαστικές διαφορές [1], η γενική ναυπηγική τους φόρμα, σύμφωνα με τα σχέδια, ήταν όμοια. Η ναυπηγική γραμμή του σκάφους έμοιαζε με ρυμουλκό, φέρον στην πλώρη ένα κανόνι του ναυτικού  των 76/40 χιλιοστών [2], σε πυργίσκο, σκοπός του οποίου ήταν αφενός η χρησιμοποίησή του για την βύθιση των αποκομμένων ναρκών, αφετέρου η χρήση του για την προστασία του σκάφους κατά την διάρκεια ναυμαχίας. Για αντιαεροπορική προστασία έφεραν δυο υδρόψυκτα πολυβόλα Colt των 6,5 χιλιοστών.

Ένα από τα ναρκαλιευτικά αυτά, με τον αύξοντα αριθμό κατασκευής 7, ήταν και το R.D. 7 το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, βυθίστηκε την 15.6.1942, μετά από πρόσκρουσή του σε νάρκη, με αποτέλεσμα να βρίσκεται μέχρι σήμερα βυθισμένο σε βάθος 100 μέτρων, στα νότια της νήσου Μονή Αιγίνης.

Το R.D. 7 παραγγέλθηκε στα ναυπηγεία Cantieri navali Tosi του Τάραντα (Taranto) της Ιταλίας. Η ναυπήγησή του ξεκίνησε την 15η Μαΐου 1916, καθελκύστηκε την 28η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, και παραδόθηκε στην Regia Marina την 2α Μαρτίου του 1917. Τα γενικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες του πλοίου ήταν:

Όνομα: Regia Dragamine No 7
Διακριτικός κωδικός: R.D. 7
Εθνικότητα: Ιταλική
Όπλο: Regia Marina Italiana
Τύπος: Ναρκαλιευτικό
Κατασκευαστής: Cantieri navali Tosi di Taranto
Αριθμός κατασκευής: 7
Εκτόπισμα: 215,67 τόνοι
Ολικό μήκος: 35,25 μέτρα
Πλάτος: 5,88 μέτρα
Βύθισμα: 2,11 μέτρα
Κινητήρας: Κάθετη παλινδρομική μηχανή, τριπλής εκτόνωσης
Ισχύς: 950 ίπποι
Ενδεικτική ταχύτητα: Αρχικά 14,4 κόμβοι, αργότερα 9 κόμβοι
Επιχειρησιακή εμβέλεια: 750 ναυτικά μίλια με ταχύτητα 14 κόμβων
Κύριος οπλισμός: Ένα ναυτικό αντιαεροπορικό κανόνι των 76/40 χιλ.
Βοηθητικός οπλισμός: Δύο υδρόψυκτα πολυβόλα Colt των 6,5 χιλ.
Ενδεικτικό πλήρωμα: 22 άτομα

Η επιχειρησιακή δράση και η βύθιση του R.D. 7

Κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου και μέχρι την άνοιξη του 1941, το R.D.7 ανήκε στον 21ο Στολίσκο Ναρκαλιευτικών του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού (XXI Flottiglia Dragamine), επιχειρώντας στην βόρεια Αδριατική με βάση του το Lido της Βενετίας [3]. Το διάστημα αυτό η ταχύτητά του, λόγω παλαιότητας και συχνής χρήσης, μειώθηκε από τους δέκα τέσσερις στους εννέα κόμβους.

Την 26η Μαρτίου 1941 το πλοίο, με κυβερνήτη τον Salvatore Galatolo, εστάλη στην θαλάσσια περιοχή των ελληνοαλβανικών συνόρων, όπου και παρέμεινε μέχρι και την υπογραφή της συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού με τις δυνάμεις του Άξονα, από τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, τον Απρίλη του 1941. Στην συνέχεια, τον Μάιο του ίδιου έτους, το R.D.7 κατέπλευσε μέσω Πάτρας στον Πειραιά, όπου και εντάχθηκε στην νεοσύστατη 2η Μοίρα του 39ου Στολίσκου Ναρκαλιευτικών του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού, επιχειρώντας πρωτίστως στην περιοχή του Σαρωνικού υπό την διοίκηση του Marisudest (Comando Gruppo Navale dell’ Egeo Settentrionale).

Το βράδυ της 14ης Ιουνίου 1942 το R.D. 7 αναχώρησε από την Πειραιά, με κυβερνήτη του τον αξιωματικό [4] Vito Guglielmi, σαν εποπτικό σκάφος, για μια αποστολή στα νότια της νήσου Αίγινας. Επρόκειτο για την τελευταία αποστολή του πλοίου, καθώς το πρωί της επόμενης ημέρας, 15η Ιουνίου 1942, και ενώ το R.D. 7 έπλεε στην θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην χερσόνησο Μεθάνων και στην νήσο Μονή Αιγίνης, προσέκρουσε σε νάρκη του παλαιού ελληνικού ναρκοπεδίου Αγίου Γεωργίου Μεθάνων με αποτέλεσμα να βυθισθεί.

Το ναρκοπέδιο αυτό είχε ποντισθεί την νύχτα της 29ης προς την 30η Οκτωβρίου 1940, από τα ναρκοβόλα πλοία του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού ΣΤΡΥΜΩΝ και ΑΛΙΑΚΜΩΝ, επικουρούμενα από το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Το ναρκοπέδιο αποτελείτο από 115 νάρκες τύπου Vickers, τοποθετημένες σε ευθεία γραμμή, με απόσταση 50 μέτρων ανάμεσά τους, οι οποίες είχαν ρυθμιστεί να βρίσκονται βυθισμένες σε βάθος τριών μέτρων κάτω από την επιφάνεια. Το ναρκοπέδιο ξεκινούσε από τον φάρο της νησίδας Μονή, στα νότια της Αίγινας, και έφθανε, εκτεινόμενο σε μια απόσταση 5.700 μέτρων, μέχρι την άκρα Αγίου Γεωργίου Μεθάνων [5]. Το σχέδιο του ναρκοπεδίου είχε εκπονηθεί και γνωστοποιηθεί την 23η Αυγούστου 1940 από το Γ.Ε.Ν./Γ (Απόρρητη Διαταγή Κ/27/4332), αμέσως μετά την βύθιση του εύδρομου ΕΛΛΗ από το ιταλικό υποβρύχιο DELFINO στην Τήνο, την 15η Αυγούστου του ίδιου χρόνου.

Αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα και την παράδοση των σχεδίων των ελληνικών ναρκοπεδίων στις γερμανικές ναυτικές αρχές, τα ναρκοπέδια των Αγίου Γεωργίου Μεθάνων-Μονής Αιγίνης, και Φλεβών-Τούρλου Αιγίνης, ενσωματώθηκαν από τον γερμανικό στρατό στο αμυντικό δίκτυο Παράκτιας Προστασίας Αττικής, και ήταν τα μόνα εν λειτουργία ναρκοπέδια στον Σαρωνικό Κόλπο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1942, όπου ξεκίνησε η ναρκοθέτηση του βορείου Αιγαίου Πελάγους από το ιταλικό ναρκοβόλο BARLETTA.

Η Διεύθυνση Ιστορίας του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού (Ufficio Storico della Marina Militare) αγνοεί, πιθανώς μέχρι σήμερα, τα ακριβή αίτια βύθισης του R.D. 7 καθώς η επίσημη θέση του U.S.M.M., όπως αυτή αναφέρεται στο Navi Militari Perdute [6], αναφέρει ότι:

«Δεν στάθηκε δυνατόν να διαπιστωθεί αν η βύθιση προήλθε από αποκομμένη νάρκη ή από έκρηξη τορπίλης που εξαπέλυσε εχθρικό υποβρύχιο.» [7]

Σύμφωνα με τις γερμανικές ημερολογιακές καταγραφές, η βύθιση του R.D. 7 θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα βίαιη, καθώς λόγω της έκρηξης και της βύθισης του πλοίου απωλέσθηκαν δέκα οκτώ από τα συνολικά είκοσι τέσσερα μέλη του πληρώματος, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνήτη Vito Guglielmi. Όπως πληροφορούν οι γερμανικές αρχειακές πηγές, τα καΐκια των ψαράδων της Πέρδικας, ενός χωριού στα νότια της Αίγινας, ήταν εκείνα τα οποία έσπευσαν αμέσως στον τόπο του ατυχήματος και κατάφεραν τελικά να σώσουν έξι άτομα από τα συνολικά είκοσι τέσσερα άτομα του πληρώματος του R.D. 7. Οι ιταλικές πηγές κάνουν λόγο για πάνω από είκοσι απώλειες και μόνο για πέντε επιζώντες. [8]

Το ναυάγιο

Το ναυάγιο του ως το ναρκαλιευτικού R.D. 7 φερόμενου πλοίου, βρίσκεται επικαθήμενο επί της τρόπιδας, σε αμμώδη και λασπώδη βυθό, σε μέγιστο βάθος 100 μέτρων, έχοντας τον άξονα πρύμνης-πλώρης σε κατεύθυνση 275 περίπου μοιρών. Από το ναυάγιο λείπει η πλώρη του σκάφους, μαζί με το πυροβόλο των 76/40 χιλ., η οποία έχει αποκοπεί ολοκληρωτικά, ακριβώς μπροστά από το πιλοτήριο και τους χώρους ενδιαίτησης των αξιωματικών. Από τους τρεις, εκ των πέντε ανεμοδόχων του ναρκαλιευτικού, έχουν μείνει μόνο ελάχιστα υπολείμματα, οι υποδοχές των οποίων όμως είναι απόλυτα διακριτές, βρισκόμενες στα «σωστά» σημεία. Το φουγάρο του πλοίου έχει επίσης διαλυθεί παραμένει όμως διακριτή η οπή του, η οποία καλύπτεται κυκλικά με κάποια υπολείμματα μετάλλου. Ακριβώς μπροστά από το φουγάρο παραμένει ένα τμήμα από τον σπασμένο και αποκομμένο ιστό του πλοίου και ακριβώς μπροστά από αυτόν, βρίσκονται τμήματα του ακομοδέσιου και του πιλοτηρίου, καλυμμένα έντονα με βένθος.

Στην περιοχή του μεσοκάραβου δεσπόζουν, απόλυτα διακριτά, τα κύρια χαρακτηριστικά του ναυαγίου τα οποία φανερώνουν ευθύς αμέσως την ταυτότητά του. Πρόκειται για τις δυο επωτίδες (καπόνια) του μεσοκάραβου, οι οποίες στο R.D. 7 υπήρχαν μόνο στην δεξιά πλευρά του πλοίου και στις οποίες βρισκόταν αναρτημένη η σωστική λέμβος του ναρκαλιευτικού. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται επίσης τέσσερα ακόμα χαρακτηριστικά του R.D. 7. Πρόκειται για τους δυο παράλληλους ανεμοδόχους, στο τέλος του μηχανοστασίου, εκ των οποίων λείπουν μόνο τα επάνω τμήματα, και τα υπολείμματα των εκατέρωθεν του σκάφους βρισκόμενων δυο στύλων στήριξης των αντενών της ραδιοτηλεγραφίας του πλοίου.

Η περιοχή από το μεσοκάραβο έως  την πρύμνη βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση.  Η με ρυμουλκό ομοιάζουσα ναυπηγική γραμμή του πλοίου, είναι απόλυτα διακριτή και ευκρινής. Πέρα από τα υπολείμματα των δυο προαναφερόμενων αεραγωγών του μηχανοστασίου, έντονα διακριτό παραμένει το βίντσι γρίπισης του συστήματος ναρκαλιείας. Διακριτοί παραμένουν επίσης οι φεγγίτες και η οροφή του μηχανοστασίου. Στο εξωτερικό του ναυαγίου είναι ακόμα ευδιάκριτα και ορατά το πηδάλιο και η προπέλα του πλοίου. Γύρω από το ναυάγιο υπάρχουν σκορπισμένα αρκετά συντρίμμια, τα οποία όμως είναι δυσδιάκριτα καθώς αυτά είναι έντονα καλυμμένα με βένθος.   

Επίλογος

Το ναυάγιο του R.D. 7, το οποίο δεν αποτελεί μόνο ένα μνημείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και έναν θαλάσσιο τάφο των ιταλών ναυτών που χάθηκαν σε αυτό, έρχεται να προστεθεί στον σχετικά μακρύ κατάλογο των ιταλικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων, τα οποία βυθίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού Κόλπου, κατά την χρονική περίοδο δράσης της Regia Marina στην Ελλάδα, από τον Μάιο του 1941 έως και τον Σεπτέμβριο του 1943.
Αν και πρόκειται για ένα μικρό σχετικά πλοίο, ο επιχειρησιακός του ρόλος, σαν ναρκαλιευτικό του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού, καθιστά το R.D. 7 έναν σημαντικό μάρτυρα των γεγονότων που συνδέονται τόσο με την ιταλική, αλλά και με την ελληνική ιστορία, καθώς αυτό βυθίστηκε από νάρκη του ελληνικού ναρκοπεδίου Μεθάνων-Μονής, το οποίο τοποθετήθηκε από ελληνικά ναρκοβόλα πλοία μια ακριβώς ημέρα μετά την κήρυξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου. Η απώλεια του R.D. 7 αποτελεί την μοναδική απώλεια του ναρκοπεδίου αυτού, το οποίο συνέχισε να υφίσταται μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αν επισκεφθεί κανείς σήμερα την νότια πλευρά της ακατοίκητης νήσου Μονή, θα συναντήσει σε βάθος δώδεκα περίπου μέτρων, στην περιοχή που αποκαλείται από τους αιγινήτες ψαράδες «Φωκοσπηλιά», τα υπολείμματα μιας νάρκης Vickers, η οποία προφανώς προήλθε από το προαναφερόμενο ναρκοπέδιο, και η οποία παρέμεινε να θυμίζει μέχρι σήμερα τα δεινά του πολέμου και το πλησίον σε αυτή βρισκόμενο ναυάγιο του ιταλικού ναρκαλιευτικού R.D. 7.

Τελειώνοντας το άρθρο για το πλοίο αυτό, θα ήθελα αφενός να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη στο γεγονός ότι αυτό είναι αφιερωμένο στην μνήμη του ιταλού φωτογράφου και ερευνητή Aldo Fraccaroli, αφετέρου να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον φίλο, βαθύ γνώστη, ερευνητή, και γραμματέα του Associazione Nazionale Marinai d’Italia, Maurizio Brescia, για την αμέριστη βοήθεια στην έρευνα για το R.D. 7 και για την βοήθεια στην κατανόηση της δομής, των βαθμών, και του τρόπου λειτουργίας της Regia Marina Italiana.   

DG

Παραπομπές, Συμπληρωματικά, Διευκρινήσεις

[1] Τα ναρκαλιευτικά τα οποία είχαν σημαντικές διαφορές με τα υπόλοιπα, ήταν εκείνα τα οποία κατασκευάσθηκαν στα ναυπηγεία Cantieri navali di Voltri στην Γένοβα. Πρόκειται για τρία πλοία τα οποία ήταν ξύλινα και έφεραν δυο φουγάρα (πρβλ. Bagnasco, σελ. 23).

[2] Το πυροβόλο του R.D. 7 ήταν του ίδιου διαμετρήματος αλλά είχε μήκος μακρύτερο, καθώς προερχόταν από την σειρά πυροβόλων που είχαν παραγγελθεί για τα πολεμικά πλοία των κλάσεων CAVOUR και DORIA (πρβλ. Bagnasco, σελ. 23).

[3] Οι μόνες φωτογραφίες που έχουν βρεθεί από το R.D. 7 προέρχονται από εκείνη την περίοδο. Πρόκειται για τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Aldo Fraccaroli, όταν επισκέφθηκε την 5η Οκτωβρίου 1940 τον 21ο Στολίσκο Ναρκαλιευτικών του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού στο Lido της Βενετίας.

[4] Sottotenente CREM (Corpo Reale Equipaggi Marittimi)

[5] Βλ. Ημερολόγιο Πολέμου Βασιλικού Ναυτικού, τόμος Α΄, σελ. 186, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Βοτανικός, Αθήνα

[6] Edizione III, Compil. Ammiraglio Tognelli, USMM, 1965, σελ. 87.

[7] Το γεγονός ότι η γερμανική ημερολογιακή καταχώρηση αναφέρει σαφώς την πρόσκρουση του πλοίου σε νάρκη, δημιουργεί απορίες για την μη παροχή της συγκεκριμένης πληροφορίας στο Marisudest και την Supermarina.  

[8] Πρβλ. Fraccaroli, σελ. 110 και Bagnasco, σελ. 16

Πηγές

Bagnasco, Erminio: Aldo Fraccaroli: Fotografo Navale 1933-1993 sessant´anni di storia della Marina italiana attraverso le immagini, Ed. Albertelli, 1996

Fraccaroli, Aldo: Il Dragamine “R.D.7”, Storia Illustrata, N. 301, A. Mondadori Editore, Dicembre 1982

Ημερολόγιο Πολέμου Βασιλικού Ναυτικού, τόμος Α΄, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1940, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Βοτανικός, Αθήνα

Καββαδίας, Επαμεινώνδας: Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα, Αθήνα 1950

Kriegstagebuch Kommandant der Seeverteidigung Attika, T1022/Roll 2669, NARA

Lupinacci, Pier Filippo (Compilatore), Tognelli, Vittorio E. (Revisore): La difesa del traffico l´Albania, la Grecia e l´Egeo, La Marina italiana nella seconde Guerra mondiale, Ufficio Storico della Marina Militare, Vol. IX, Roma, 1965

Navi Militari Perdute, Ufficio Storico della Marina Militare, La Marina italiana nella seconde guerra mondiale, Vol. II, 3 Ed., Roma, 1965

Φωκάς, Δημήτριος: Έκθεσις επί της δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944, τόμος Α΄: Από της προπολεμικής περιόδου μέχρι της καταλήψεως της Ελλάδος (27 Απριλίου 1941), Εκδόσεις Ιστορικής Υπηρεσίας του Β.Ν. 1953